Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο διαρρήκτης οι διαρρήκτες
      γενική του διαρρήκτη των διαρρηκτών
    αιτιατική τον διαρρήκτη τους διαρρήκτες
     κλητική διαρρήκτη διαρρήκτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

διαρρήκτης < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή διαρρήκτης διαρρηγνύω < αρχαία ελληνική διαρρήγνυμι

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ðʝaˈɾi.ktis/ & /ði̯aˈɾi.ktis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δι‐αρ‐ρή‐κτης

  Ουσιαστικό επεξεργασία

διαρρήκτης αρσενικό (θηλυκό διαρρήκτρια)

  • το πρόσωπο που διαπράττει διάρρηξη
    οι διαρρήκτες έκλεψαν όλα τα κοσμήματα

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική διαρρήκτης οἱ διαρρῆκται
      γενική τοῦ διαρρήκτου τῶν διαρρηκτῶν
      δοτική τῷ διαρρήκτ τοῖς διαρρήκταις
    αιτιατική τὸν διαρρήκτην τοὺς διαρρήκτᾱς
     κλητική ! διαρρῆκτ διαρρῆκται
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  διαρρήκτ
γεν-δοτ τοῖν  διαρρήκταιν
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'στρατιώτης' όπως «στρατιώτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

διαρρήκτης < διαρρηγνύω < αρχαία ελληνική διαρρήγνυμι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

διαρρήκτης αρσενικό

  Πηγές επεξεργασία