διαρρήκτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- διαρρήκτης < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή διαρρήκτης διαρρηγνύω < αρχαία ελληνική διαρρήγνυμι
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ðʝaˈɾi.ktis/ & /ði̯aˈɾi.ktis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐αρ‐ρή‐κτης
Ουσιαστικό επεξεργασία
διαρρήκτης αρσενικό (θηλυκό διαρρήκτρια)
- το πρόσωπο που διαπράττει διάρρηξη
- ↪ οι διαρρήκτες έκλεψαν όλα τα κοσμήματα
Μεταφράσεις επεξεργασία
διαρρήκτης
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | διαρρήκτης | οἱ | διαρρῆκται |
γενική | τοῦ | διαρρήκτου | τῶν | διαρρηκτῶν |
δοτική | τῷ | διαρρήκτῃ | τοῖς | διαρρήκταις |
αιτιατική | τὸν | διαρρήκτην | τοὺς | διαρρήκτᾱς |
κλητική ὦ! | διαρρῆκτᾰ | διαρρῆκται | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | διαρρήκτᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | διαρρήκταιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'στρατιώτης' όπως «στρατιώτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- διαρρήκτης < διαρρηγνύω < αρχαία ελληνική διαρρήγνυμι
Ουσιαστικό επεξεργασία
διαρρήκτης αρσενικό
Πηγές επεξεργασία
- διαρρήκτης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.