διαποίκιλση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | διαποίκιλση | οι | διαποικίλσεις |
γενική | της | διαποίκιλσης* | των | διαποικίλσεων |
αιτιατική | τη | διαποίκιλση | τις | διαποικίλσεις |
κλητική | διαποίκιλση | διαποικίλσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, διαποικίλσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- διαποίκιλση < δια- + ποίκιλση (νεολογισμός). Δείτε το ρήμα διαποικίλλω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό επεξεργασία
διαποίκιλση θηλυκό
- η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του διαποικίλλω (κάνω ποίκιλση, ποικίλματα)
- (μουσική) ποίκιλση μιας μουσικής φράσης κατά την εκτέλεση, συνήθως με αυτοσχεδιασμό
- (γενικότερα) ποίκιλση, διακόσμηση σε όλη την έκτασή τους, μοτίβων, θεμάτων, συμπεριφορών, ιδίως των επαναλαμβανόμενων
Συγγενικά επεξεργασία
- διαποικίλλω [1]
- διαποίκιλος [1]
- διαποικίλτος [1]
- ποίκιλμα
- ποίκιλση
- → δείτε τη λέξη ποικίλλω
Μεταφράσεις επεξεργασία
διαποίκιλση
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ 1,0 1,1 1,2 ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .