Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αυτοσχεδιασμός οι αυτοσχεδιασμοί
      γενική του αυτοσχεδιασμού των αυτοσχεδιασμών
    αιτιατική τον αυτοσχεδιασμό τους αυτοσχεδιασμούς
     κλητική αυτοσχεδιασμέ αυτοσχεδιασμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αυτοσχεδιασμός < αρχαία ελληνική αὐτοσχεδιασμός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αυτοσχεδιασμός αρσενικό

  1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του αυτοσχεδιάζω
    Η ανάγκη του ανθρώπου για αυτοσχεδιασμό είναι σίγουρα συνυφασμένη με την ανάγκη για έκφραση και την έμφυτη δημιουργικότητά του.
  2. το αυτοσχέδιο δημιούργημα

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία