αυτοσχεδίασμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αυτοσχεδίασμα < αυτοσχεδιάζω + -μα
Ουσιαστικό επεξεργασία
αυτοσχεδίασμα ουδέτερο
- το αποτέλεσμα του αυτοσχεδιάζω
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αυτοσχεδίασμα
|