διανεμημένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- διανεμημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου διανέμω
Μετοχή επεξεργασία
διανεμημένος, -η, -ο
- που έχει διανεμηθεί
- διανεμημένες παράμετροι αναπαριστώνται συνήθως με μερικές διαφορικές εξισώσεις
- (δίκτυο υπολογιστών) συνώνυμο του κατανεμημένος
Συνώνυμα επεξεργασία
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
διανεμημένος