Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διαμόλυνση οι διαμολύνσεις
      γενική της διαμόλυνσης* των διαμολύνσεων
    αιτιατική τη διαμόλυνση τις διαμολύνσεις
     κλητική διαμόλυνση διαμολύνσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, διαμολύνσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

διαμόλυνση < δια- + μόλυνση ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική transfection)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

διαμόλυνση θηλυκό

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία