διαμόλυνση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | διαμόλυνση | οι | διαμολύνσεις |
γενική | της | διαμόλυνσης* | των | διαμολύνσεων |
αιτιατική | τη | διαμόλυνση | τις | διαμολύνσεις |
κλητική | διαμόλυνση | διαμολύνσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, διαμολύνσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- διαμόλυνση < δια- + μόλυνση ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική transfection)
Ουσιαστικό επεξεργασία
διαμόλυνση θηλυκό
- (ιατρική, νεολογισμός) η εισαγωγή ξένου DNA σε ένα ευκαρυωτικό κύτταρο, όπως συμβαίνει πχ όταν γειτνιάζουν καλλιέργειες συμβατικών φυτών με καλλιέργειες γενετικά τροποποιημένων
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
διαμόλυνση