Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

διακτινίζω < δια- + ακτίνα + -ίζω

  Ρήμα επεξεργασία

διακτινίζω (παθητική φωνή: διακτινίζομαι)

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία