Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
διακρανιακός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
διακρανιακ
ός
η
διακρανιακ
ή
το
διακρανιακ
ό
γενική
του
διακρανιακ
ού
της
διακρανιακ
ής
του
διακρανιακ
ού
αιτιατική
τον
διακρανιακ
ό
τη
διακρανιακ
ή
το
διακρανιακ
ό
κλητική
διακρανιακ
έ
διακρανιακ
ή
διακρανιακ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
διακρανιακ
οί
οι
διακρανιακ
ές
τα
διακρανιακ
ά
γενική
των
διακρανιακ
ών
των
διακρανιακ
ών
των
διακρανιακ
ών
αιτιατική
τους
διακρανιακ
ούς
τις
διακρανιακ
ές
τα
διακρανιακ
ά
κλητική
διακρανιακ
οί
διακρανιακ
ές
διακρανιακ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
διακρανιακός
<
→
λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασία
διακρανιακός, -ή, -ό
(
ανατομία
) σχετικός με τα
οστά
ή τους
μύες
του
κρανίου
Μεταφράσεις
επεξεργασία
διακρανιακός
αγγλικά
:
transcranial
(en)
γαλλικά
:
diacranien
(fr)