διαγνωσιολόγος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- διαγνωσιολόγος < διάγνωσις + -ο- + -λόγος ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική diagnostician)
Ουσιαστικό επεξεργασία
διαγνωσιολόγος αρσενικό ή θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
διαγνωσιολόγος
|