διαγενετικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- διαγενετικός < διαγένεση + -τικός (1.(μεταφραστικό δάνειο) αγγλική diagenetic·[1] 2.(μεταφραστικό δάνειο) αγγλική transgenic[1] ή (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική transgénique[1])
Επίθετο επεξεργασία
διαγενετικός
- (γεωλογία) που έχει σχέση με τη διαγένεση ή αναφέρεται σ’ αυτή
- (βιολογία) διαγονιδιακός
Μεταφράσεις επεξεργασία
γεωλογία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ 1,0 1,1 1,2 διαγενετικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)