διαβολόκαιρος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
διαβολόκαιρος αρσενικό
- πολύ κακός καιρός, κακοκαιρία
Συνώνυμα επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη κακοκαιρία
Μεταφράσεις επεξεργασία
διαβολόκαιρος
|
διαβολόκαιρος αρσενικό
|