Δείτε επίσης: διάβολον

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο διάβολος οι διάβολοι
διαβόλοι
      γενική του διαβόλου
διάβολου
των διαβόλων
    αιτιατική τον διάβολο τους διαβόλους
     κλητική διάβολε διάβολοι
Και προφορικός πληθυντικός, οι διαβόλοι.
Κατηγορία όπως «όροφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

διάβολος < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή διάβολος (αρχαία σημασία: συκοφάντης). διά- + βολ-(ή) (βάλλω) + -ος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈðʝa.vo.los/
τυπογραφικός συλλαβισμός: διά‐βο‐λος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

διάβολος αρσενικό (και διάολος, διάλος)

  1. ο Εωσφόρος, αυτός που προσπαθεί να διαβάλλει τον Θεό στους ανθρώπους, το πνεύμα του κακού, ο αρχηγός των δαιμόνων
  2. (μεταφορικά) άνθρωπος που ασκεί τις ικανότητές του για να πετύχει το κακό
  3. (μεταφορικά) άνθρωπος πανέξυπνος

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

→ δείτε και βελζεβούλ

Εκφράσεις επεξεργασία

→ και δείτε δείτε εκφράσεις με το διάολος και διάλος

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική διάβολος οἱ διάβολοι
      γενική τοῦ διαβόλου τῶν διαβόλων
      δοτική τῷ διαβόλ τοῖς διαβόλοις
    αιτιατική τὸν διάβολον τοὺς διαβόλους
     κλητική ! διάβολε διάβολοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  διαβόλω
γεν-δοτ τοῖν  διαβόλοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

διάβολος < διαβάλλω < διά- + βολ- (βάλλω) + -ος

  Επίθετο επεξεργασία

διάβολος, -ον

  Ουσιαστικό επεξεργασία

διάβολος αρσενικό

  • ο συκοφάντης

  Πηγές επεξεργασία