διαβάθμιση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | διαβάθμιση | οι | διαβαθμίσεις |
γενική | της | διαβάθμισης* | των | διαβαθμίσεων |
αιτιατική | τη | διαβάθμιση | τις | διαβαθμίσεις |
κλητική | διαβάθμιση | διαβαθμίσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, διαβαθμίσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- διαβάθμιση < διαβάθμισις < διαβαθμίζω + -σις < βαθμός ((μεταφραστικό δάνειο) (γαλλικά) graduation)
Ουσιαστικό επεξεργασία
διαβάθμιση θηλυκό
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- διαβαθμίζω
- → δείτε τη λέξη βαθμός