graduation
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
graduation (en)
- η αποφοίτηση
- η βαθμονομική εγχάραξη
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- graduation < graduer
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
graduation | graduations |
graduation (fr) θηλυκό