Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

graduation (en)

  1. η αποφοίτηση
  2. η βαθμονομική εγχάραξη



Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

graduation < graduer

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
graduation graduations

graduation (fr) θηλυκό