Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δημοσιογραφία οι δημοσιογραφίες
      γενική της δημοσιογραφίας των δημοσιογραφιών
    αιτιατική τη δημοσιογραφία τις δημοσιογραφίες
     κλητική δημοσιογραφία δημοσιογραφίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

δημοσιογραφία < δημοσιογράφος + -ία < δημόσιος (< αρχαία ελληνική δημόσιος < δῆμος) + γράφω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ði.mo.si.o.ɣɾaˈfi.a/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

δημοσιογραφία θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία