δερματώδης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- δερματώδης < αρχαία ελληνική δερματώδης < δέρμα
Επίθετο επεξεργασία
δερματώδης
- που μοιάζει με δέρμα
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη δέρμα
Μεταφράσεις επεξεργασία
δερματώδης