Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δερματοσκόπηση οι δερματοσκοπήσεις
      γενική της δερματοσκόπησης* των δερματοσκοπήσεων
    αιτιατική τη δερματοσκόπηση τις δερματοσκοπήσεις
     κλητική δερματοσκόπηση δερματοσκοπήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, δερματοσκοπήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

δερματοσκόπηση < δέρμα + -ο- + -σκόπηση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

δερματοσκόπηση θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία