Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο δεξιοτέχνης οι δεξιοτέχνες
      γενική του δεξιοτέχνη των δεξιοτεχνών
    αιτιατική τον δεξιοτέχνη τους δεξιοτέχνες
     κλητική δεξιοτέχνη δεξιοτέχνες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

δεξιοτέχνης < δεξι(ός) + -ο- + τέχνη + -ης

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ðe.ksi.oˈte.xnis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δε‐ξι‐ο‐τέ‐χνης

  Ουσιαστικό επεξεργασία

δεξιοτέχνης αρσενικό

  1. μουσικός που έχει αναπτύξει μεγάλη ικανότητα και επιδεξιότητα στο παίξιμο ενός μουσικού οργάνου
     συνώνυμα: βιρτουόζος
  2. αυτός που έχει αναπτύξει μεγάλη ικανότητα και επιδεξιότητα σε κάποια τέχνη, άθλημα ή άλλη δραστηριότητα

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις δεξιός και τέχνη

  Μεταφράσεις επεξεργασία