βιρτουόζος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- βιρτουόζος < ιταλική virtuoso < λατινική virtuosus < virtus < vir < πρωτοϊταλική *wiros < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *wiHrós
Ουσιαστικό επεξεργασία
βιρτουόζος αρσενικό (θηλυκό: βιρτουόζα)
- αυτός που είναι επιδέξιος σε καλλιτεχνικές ή άλλες δραστηριότητες, ο δεξιοτέχνης