Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο δείκτης θερμότητας οι δείκτες θερμότητας
      γενική του δείκτη θερμότητας των δεικτών θερμότητας
    αιτιατική τον δείκτη θερμότητας τους δείκτες θερμότητας
     κλητική δείκτη θερμότητας δείκτες θερμότητας
Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

δείκτης θερμότητας < → δείτε τις λέξεις δείκτης και θερμότητα

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈði.ktis θeɾˈmo.ti.tas/

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

δείκτης θερμότητας αρσενικό

Αντώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Δείκτης θερμότητας, στον Θησαυρό Μετεωρολογικών Όρων του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών