δείκτης θερμότητας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | δείκτης θερμότητας | οι | δείκτες θερμότητας |
γενική | του | δείκτη θερμότητας | των | δεικτών θερμότητας |
αιτιατική | τον | δείκτη θερμότητας | τους | δείκτες θερμότητας |
κλητική | δείκτη θερμότητας | δείκτες θερμότητας | ||
Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία
δείκτης θερμότητας αρσενικό
- (μετεωρολογία) δείκτης υπολογισμού της δυσφορίας που επηρεάζει τον άνθρωπο όταν επικρατούν υψηλές θερμοκρασίες, ο οποίος λαμβάνει υπόψη τη θερμοκρασία και την υγρασία της ατμόσφαιρας[1]
Αντώνυμα επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- Heat index στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
δείκτης θερμότητας
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Δείκτης θερμότητας, στον Θησαυρό Μετεωρολογικών Όρων του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών