Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
δασόφυτος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
δασόφυτ
ος
η
δασόφυτ
η
το
δασόφυτ
ο
γενική
του
δασόφυτ
ου
της
δασόφυτ
ης
του
δασόφυτ
ου
αιτιατική
τον
δασόφυτ
ο
τη
δασόφυτ
η
το
δασόφυτ
ο
κλητική
δασόφυτ
ε
δασόφυτ
η
δασόφυτ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
δασόφυτ
οι
οι
δασόφυτ
ες
τα
δασόφυτ
α
γενική
των
δασόφυτ
ων
των
δασόφυτ
ων
των
δασόφυτ
ων
αιτιατική
τους
δασόφυτ
ους
τις
δασόφυτ
ες
τα
δασόφυτ
α
κλητική
δασόφυτ
οι
δασόφυτ
ες
δασόφυτ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
δασόφυτος
<
δάσ(ος)
+
-ό-
+
-φυτος
( <
φύομαι
)
Επίθετο
επεξεργασία
δασόφυτος, -η, -ο
καλυμμένος με
δάσος
δασόφυτη
έκταση
Συνώνυμα
επεξεργασία
δασοσκεπής
Μεταφράσεις
επεξεργασία
δασόφυτος
αγγλικά
:
wooded
(en)