δαμαλίσιος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | δαμαλίσιος | η | δαμαλίσια | το | δαμαλίσιο |
γενική | του | δαμαλίσιου | της | δαμαλίσιας | του | δαμαλίσιου |
αιτιατική | τον | δαμαλίσιο | τη | δαμαλίσια | το | δαμαλίσιο |
κλητική | δαμαλίσιε | δαμαλίσια | δαμαλίσιο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | δαμαλίσιοι | οι | δαμαλίσιες | τα | δαμαλίσια |
γενική | των | δαμαλίσιων | των | δαμαλίσιων | των | δαμαλίσιων |
αιτιατική | τους | δαμαλίσιους | τις | δαμαλίσιες | τα | δαμαλίσια |
κλητική | δαμαλίσιοι | δαμαλίσιες | δαμαλίσια | |||
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο. | ||||||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
δαμαλίσιος
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη δαμάλι
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
δαμαλίσιος
|