Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
δακτυλιόσχημος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
δακτυλιόσχημ
ος
η
δακτυλιόσχημ
η
το
δακτυλιόσχημ
ο
γενική
του
δακτυλιόσχημ
ου
της
δακτυλιόσχημ
ης
του
δακτυλιόσχημ
ου
αιτιατική
τον
δακτυλιόσχημ
ο
τη
δακτυλιόσχημ
η
το
δακτυλιόσχημ
ο
κλητική
δακτυλιόσχημ
ε
δακτυλιόσχημ
η
δακτυλιόσχημ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
δακτυλιόσχημ
οι
οι
δακτυλιόσχημ
ες
τα
δακτυλιόσχημ
α
γενική
των
δακτυλιόσχημ
ων
των
δακτυλιόσχημ
ων
των
δακτυλιόσχημ
ων
αιτιατική
τους
δακτυλιόσχημ
ους
τις
δακτυλιόσχημ
ες
τα
δακτυλιόσχημ
α
κλητική
δακτυλιόσχημ
οι
δακτυλιόσχημ
ες
δακτυλιόσχημ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
δακτυλιόσχημος
<
δακτύλι(ος)
+
-ό-
+
-σχημος
Επίθετο
επεξεργασία
δακτυλιόσχημος, -η, -ο
που έχει σχήμα
δακτυλίου
Συνώνυμα
επεξεργασία
δακτυλιοειδής
Μεταφράσεις
επεξεργασία
δακτυλιόσχημος
αγγλικά
:
annular
(en)