Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γυπαετός οι γυπαετοί
      γενική του γυπαετού των γυπαετών
    αιτιατική τον γυπαετό τους γυπαετούς
     κλητική γυπαετέ γυπαετοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
ενήλικος γυπαετός

  Ετυμολογία επεξεργασία

γυπαετός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική gypaète < αρχαία ελληνική γύψ + ἀετός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γυπαετός αρσενικό

  • (πτηνό) είδος μεγάλου αρπακτικού πουλιού
  • (μειωτικά) ο άντρας που έχει τη συνήθεια να πλησιάζει και να γνωρίζει επανειλημμένα γυναίκες με μοναδικό στόχο τη σεξουαλική συνεύρεση, ο πέφτουλας. Η λέξη προέρχεται από την υποτιθέμενη συνήθειά του να εντοπίζει σαν γυπαετός από κάποιο υπερυψωμένο μέρος πιθανά "θηράματα" και στη συνέχεια να "εφορμεί". Παρά τον μειωτικό χαρακτήρα της, η λέξη χρησιμοποιείται συνήθως περιπαιχτικά μεταξύ φίλων.


Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία


Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία