Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γραμματοκιβώτιο τα γραμματοκιβώτια
      γενική του γραμματοκιβωτίου
γραμματοκιβώτιου
των γραμματοκιβωτίων
    αιτιατική το γραμματοκιβώτιο τα γραμματοκιβώτια
     κλητική γραμματοκιβώτιο γραμματοκιβώτια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Γραμματοκιβώτιο σε κήπο μονοκατοικίας.
 
Γραμματοκιβώτιο ηλεκτρονικού ταχυδρομείου.

  Ετυμολογία επεξεργασία

γραμματοκιβώτιο < γράμμα (επιστολή) + κιβώτιο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γραμματοκιβώτιο ουδέτερο

  1. μικρό κιβώτιο με σχισμή, τοποθετημένο έξω από το σπίτι ή στην είσοδο της πολυκατοικίας, μέσα στο οποίο παραδίδει ο ταχυδρόμος την αλληλογραφία μας
  2. (πληροφορική) ο φάκελος εισερχομένων του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία