Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γουρούνα οι γουρούνες
      γενική της γουρούνας
    αιτιατική τη γουρούνα τις γουρούνες
     κλητική γουρούνα γουρούνες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
μια γουρούνα με το γουρουνάκι της
 
μια γουρούνα

  Ετυμολογία επεξεργασία

γουρούνα < θηλυκό του γουρούνι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γουρούνα θηλυκό

  1. το θηλυκό γουρούνι
     συνώνυμα: σκρόφα
  2. γουρούνα, είδος τετράτροχου οχήματος

  Μεταφράσεις επεξεργασία