γουδί
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | γουδί | τα | γουδιά |
γενική | του | γουδιού | των | γουδιών |
αιτιατική | το | γουδί | τα | γουδιά |
κλητική | γουδί | γουδιά | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- γουδί < μεσαιωνική ελληνική ἰγδίον < αρχαία ελληνική ἴγδις
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
γουδί ουδέτερο
- (κουζινικά) το σκεύος που χρησιμοποιείται για κοπάνισμα διάφορων υλικών και ανάμειξη μειγμάτων, όπως η σκορδαλιά· το υλικό τοποθετείται στο κοίλο μέρος και δουλεύεται με το γουδοχέρι
Συνώνυμα επεξεργασία
Εκφράσεις επεξεργασία
- Το γουδί, το γουδοχέρι: για την επανάληψη των ίδιων λόγων ή/και ενεργειών
- ≈ συνώνυμα: Τα ίδια και τα ίδια. Τα ίδια, Παντελάκη μου