ἴγδις
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | ἴγδῐς | αἱ | ἴγδεις | ||||
γενική | τῆς | ἴγδεως | τῶν | ἴγδεων | ||||
δοτική | τῇ | ἴγδει | ταῖς | ἴγδεσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | ἴγδῐν | τὰς | ἴγδεις | ||||
κλητική ὦ! | ἴγδῐ | ἴγδεις | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἴγδει | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | ἰγδέοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'πόλις' όπως «πόλις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ἴγδις → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ἴγδις, -εως θηλυκό
- (ελληνιστική κοινή) το γουδί
- ※ 2ος/3ος αιώνας κε ⌘ Αθήναιος ο Ναυκρατίτης, Δειπνοσοφισταί, 14.27, 629f, @scaife.perseus.
- καὶ γελοῖαι δ’ εἰσὶν ὀρχήσεις ἴγδις καὶ μακτρισμὸς ἀπόκινός τε καὶ σοβάς, ἔτι δὲ μορφασμὸς καὶ γλαὺξ καὶ λέων ἀλφίτων τε ἔκχυσις καὶ χρεῶν ἀποκοπή·
- ※ 2ος/3ος αιώνας κε ⌘ Αθήναιος ο Ναυκρατίτης, Δειπνοσοφισταί, 14.27, 629f, @scaife.perseus.
Συγγενικά επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- ἴγδις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἴγδις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.