γομολάστιχα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ɣo.moˈla.sti.xa/
Ουσιαστικό επεξεργασία
γομολάστιχα θηλυκό
- το αντικείμενο φτιαγμένο από καουτσούκ ή άλλη σχετική ελαστική ύλη, με το οποίο σβήνουμε κάτι το οποίο έχει γραφτεί (με μολύβι, σπανιότερα με στιλό ή άλλο τρόπο)