Δείτε επίσης: μολυβί

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μολύβι τα μολύβια
      γενική του μολυβιού των μολυβιών
    αιτιατική το μολύβι τα μολύβια
     κλητική μολύβι μολύβια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μολύβι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μολύβι(ν) < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή μολύβιον / μολίβιον, υποκοριστικό για την αρχαία ελληνική μόλυβ(δ)ος [1]
 
Μαύρο μολύβι.

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /moˈli.vi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μο‐λύ‐βι
τονικό παρώνυμο: μολυβί

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μολύβι ουδέτερο

  1. (γραφική ύλη) αντικείμενο που χρησιμεύει στη γραφή, αποτελούμενο από μια στήλη γραφίτη περιβαλλόμενη συνήθως από ξύλο
    → δείτε γραφίδα
  2. κοινή ονομασία του μόλυβδου
    σύμβολο: Pb
    1. (λαϊκότροπο) το βλήμα όπλου
       συνώνυμα: βόλι, σφαίρα
    2. (μεταφορικά) σα μολύβι
      1. πολύ βαρύς
      2. πολύ δυσκίνητος
      3. πολύ δύσπεπτος (για φαγητό)

Συγγενικά επεξεργασία

 ετυμολογικό πεδίο 
μολυβ- 

θέμα μολυβ-

→ και δείτε τη λέξη μόλυβδος

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 

  Πηγές επεξεργασία



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μολύβι < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή μολύβιον / μολίβιον, υποκοριστικό για την αρχαία ελληνική μόλυβ(δ)ος [1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μολύβι

  1. ο μόλυβδος, το μολύβι
    άλλες μορφές: μολύβδι
    1. (συνεκδοχικά) βλήμα όπλου
    2. μέσο μαντείας στη μολυβδομαντεία
  2. (γραφική ύλη) το μολύβι

Άλλες μορφές επεξεργασία

μολίβιον]={45841

Εκφράσεις επεξεργασία

Παροιμίες επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

 ετυμολογικό πεδίο 
μολιβ- μολυβ- 

θέμα μολιβ- μολυβ-

→ και δείτε τη λέξη μόλυβδον για τα θέματα μολιβδ- μολυβδ-

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 

  Πηγές επεξεργασία