γνωμηγήτορας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
γνωμηγήτορας αρσενικό
- (νεολογισμός) αυτός (άνθρωπος ή παράγοντας) που διαμορφώνει την κοινή γνώμη
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
γνωμηγήτορας