leader
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
leader | leaders |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
leader (en)
- ο ηγέτης, ο/η αρχηγός, άτομο που ηγείται μιας ομάδας ανθρώπων, ειδικά μιας χώρας, μιας οργάνωσης κτλ.
- ο/η επικεφαλής, ένα άτομο ή ένα πράγμα που είναι το καλύτερο, ή στην πρώτη θέση σε έναν αγώνα, μια επιχείρηση κτλ.
- ↪ The leader in the rankings has a ten-game winning streak.
- Η επικεφαλής της βαθμολογίας έχει σερί δέκα νίκες.
- ↪ The leader in the rankings has a ten-game winning streak.