Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

 
Γνεύσιος
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γνεύσιος οι γνεύσιοι
      γενική του γνεύσιου
γνευσίου
των γνεύσιων
γνευσίων
    αιτιατική τον γνεύσιο τους γνεύσιους
γνευσίους
     κλητική γνεύσιε γνεύσιοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

γνεύσιος < (άμεσο δάνειο) αγγλική gneiss < γερμανική Gneis < μέση άνω γερμανική gneist < παλαιά άνω γερμανική gneisto (σπίθα) < πρωτογερμανική *ga- + *hnaistô < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ghneidh- (διαβρώνω, γδέρνω, τρίβω)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γνεύσιος αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία