χαλαζίας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | χαλαζίας | οι | χαλαζίες |
γενική | του | χαλαζία | των | χαλαζιών |
αιτιατική | τον | χαλαζία | τους | χαλαζίες |
κλητική | χαλαζία | χαλαζίες | ||
Κατηγορία όπως «γαλαξίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- χαλαζίας < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή χαλαζίας
Ουσιαστικό επεξεργασία
χαλαζίας αρσενικό
- (ορυκτολογία) ορυκτό οξείδιο του πυριτίου, πολύ κοινό στη φύση
Ταυτόσημο επεξεργασία
Υπώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη χαλάζι
Δείτε επίσης επεξεργασία
- χαλαζίας στη Βικιπαίδεια