Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
γναθοφόρος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
γναθοφόρ
ος
η
γναθοφόρ
α
το
γναθοφόρ
ο
γενική
του
γναθοφόρ
ου
της
γναθοφόρ
ας
του
γναθοφόρ
ου
αιτιατική
τον
γναθοφόρ
ο
τη
γναθοφόρ
α
το
γναθοφόρ
ο
κλητική
γναθοφόρ
ε
γναθοφόρ
α
γναθοφόρ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
γναθοφόρ
οι
οι
γναθοφόρ
ες
τα
γναθοφόρ
α
γενική
των
γναθοφόρ
ων
των
γναθοφόρ
ων
των
γναθοφόρ
ων
αιτιατική
τους
γναθοφόρ
ους
τις
γναθοφόρ
ες
τα
γναθοφόρ
α
κλητική
γναθοφόρ
οι
γναθοφόρ
ες
γναθοφόρ
α
ομάδα 'ωραίος'
,
Κατηγορία
όπως «
ωραίος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
γναθοφόρος
<
γνάθ(ος)
+
-ο-
+
-φόρος
(<
φέρω
)
Επίθετο
επεξεργασία
γναθοφόρος, -ος ή -α, -ο
αυτός που φέρει
γνάθο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
γναθοφόρος