γλόμπος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | γλόμπος | οι | γλόμποι |
γενική | του | γλόμπου | των | γλόμπων |
αιτιατική | τον | γλόμπο | τους | γλόμπους |
κλητική | γλόμπε | γλόμποι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈɣlom.bos/ και σε γρήγορο λόγο ˈɣlo.bos
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γλό‐μπος
Ουσιαστικό επεξεργασία
γλόμπος αρσενικό
- το γυάλινο περίβλημα μιας λάμπας που φωτίζει
- (συνεκδοχικά) η λάμπα
- (μεταφορικά) που έχει εντελώς ξυρισμένο το κεφάλι, ο φαλακρός