γκλόκενσπιλ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- γκλόκενσπιλ < (μεταγραφή) γερμανική Glockenspiel < Glocken (καμπάνες, πληθυντικός του Glocke) + Spiel (παίξιμο)
Ουσιαστικό επεξεργασία
γκλόκενσπιλ ουδέτερο άκλιτο
- (μουσικό όργανο) είδος μεταλλόφωνου κρουστου οργάνου
- άλλη γραφή: γκλόκενσπηλ
Δείτε επίσης επεξεργασία
- glockenspiel στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
γκλόκενσπιλ