Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

γιομίζω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική γιομίζω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ʝoˈmi.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γιο‐μί‐ζω

  Ρήμα επεξεργασία

γιομίζω, αόρ.: γιόμισα, παθ.φωνή: γιομίζομαι, π.αόρ.: γιομίστηκα, μτχ.π.π.: γιομισμένος

Συγγενικά επεξεργασία

θέμα με γιομ-

→ και δείτε τη λέξη γεμίζω. Δε σχετίζεται το γιόμα

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

γιομίζω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική γεμίζω με τροπή [e] > [o] λόγω της επίδρασης του χειλικού [m][1] < αρχαίο και μεσαιωνικό γέμω > μεσαιωνικό γιόμω

  Ρήμα επεξεργασία

γιομίζω

Συγγενικά επεξεργασία

θέμα με γιομ-

→ και δείτε τη λέξη γέμω. Δε σχετίζεται το γιόμα

  Αναφορές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία