γέμω
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- γέμω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική γέμω
Πηγές επεξεργασία
- γέμω - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
γέμω
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη γεμίζω