Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γιοματάρι τα γιοματάρια
      γενική του γιοματαριού των γιοματαριών
    αιτιατική το γιοματάρι τα γιοματάρια
     κλητική γιοματάρι γιοματάρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

γιοματάρι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική γιοματάρι(ν) < γιομάτο + υποκοριστικό επίθημα -άριον < αρχαία ελληνική γέμω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γιοματάρι ουδέτερο

  1. κρασί που προέρχεται από βαρέλι που μόλις ανοίχθηκε.
  2. (κατ’ επέκταση) το βαρέλι που περιέχει τέτοιο κρασί

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία


Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

ζητούμενο λήμμα

  Πηγές επεξεργασία