γιαγιαδίστικος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- γιαγιαδίστικος < γιαγιαδίζω (κάνω σαν γιαγιά είτε είμαι είτε όχι) + -ίστικος (βλ. λεξικό Τριανταφυλλίδη)
Επίθετο επεξεργασία
γιαγιαδίστικος, -η, -ο
Μεταφράσεις επεξεργασία
γιαγιαδίστικος