Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γερουσία οι γερουσίες
      γενική της γερουσίας των γερουσιών
    αιτιατική τη γερουσία τις γερουσίες
     κλητική γερουσία γερουσίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

γερουσία, από το προσηγορικό/περιληπτικό αρχαίο ουσιαστικό γερουσία (μέλη πολιτικού συμβουλίου) < θηλυκό του αρχαίου επιθέτου γερούσιος, γερουσία, γερούσιον (=γεροντικός, τιμημένος)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

γερουσία θηλυκό

  1. πολιτικό σώμα από γέροντες, σε αρχαίες αλλά και μεσαιωνικές πόλεις, στο οποίο συμμετείχαν "οι ηλικίαν έχοντες" ή πρεσβύτεροι. Γερουσία είχε και η αρχαία Ρώμη, αλλά εμείς την αποδίδουμε ως Σύγκλητο, ενώ στις άλλες γλώσσες αναφέρεται ως Senate και Senatus (από τη λατινική λέξη senex, ηλικιωμένος). Η Γερουσία ανασυστάθηκε στη νεότερη Ελλάδα για 10 χρόνια.
    στη Γερουσία της Σπάρτης συμμετείχαν όσοι ήταν άνω των 60 ετών
    η ρωμαϊκή Σύγκλητος (Γερουσία) επεβίωσε και στο Βυζάντιο ως θεσμός
  2. πολιτικό σώμα σύγχρονων κυβερνήσεων, ως είδος Βουλής, της ηλικίας μη λαμβανομένης διόλου υπόψη, με μέλη που κατά κανόνα εκλέγονται
    η αμερικανική Γερουσία είναι ένα περίπλοκο νομοθετικό όργανο
    ανήκει στο σώμα της Γερουσίας
  3. προσηγορικό ή περιληπτικό ουσιαστικό που χρησιμοποιείται απαξιωτικά για τους ηλικιωμένους, εστιάζοντας συγκεκριμένα στις απαρχαιωμένες αντιλήψεις τους και όχι σε άλλα χαρακτηριστικά τους
    κάνε ό,τι θέλεις και άσε τη γερουσία να λέει

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία