Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική το Βυζάντιο
      γενική του Βυζαντίου
Βυζάντιου
    αιτιατική το Βυζάντιο
     κλητική Βυζάντιο
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Βυζάντιο (πόλη) < αρχαία ελληνική Βυζάντιον < Βύζας < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *bhug’os (κερασφόρο αρσενικό) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *bʰuǵ- (τράγος, κριάρι)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /viˈzan.di.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Βυ‐ζά‐ντι‐ο

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Βυζάντιο ουδέτερο

  1. αρχαία πόλη που ιδρύθηκε από τους Μεγαρείς στο Βόσπορο, δίπλα στον Κεράτιο κόλπο, και αργότερα ονομάστηκε Κωνσταντινούπολη, όταν έγινε πρωτεύουσα του ρωμαϊκού κράτους
  2. (συνεκδοχικά, ιστορία) η Βυζαντινή Αυτοκρατορία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)