γερανοφόρος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
γερανοφόρος, -α, -ο
- που φέρει γερανό ή γερανούς
- γερανοφόρος εξοπλισμός λιμένος, γερανοφόρα εγκατάσταση, γερανοφόρο όχημα
Μεταφράσεις επεξεργασία
γερανοφόρος
|