Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

γενναία < γενναίος

  Επίρρημα επεξεργασία

γενναία

  1. με γενναιότητα
    πολέμησαν γενναία αλλά ηττήθηκαν

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

γενναία

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του γενναίος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του γενναίος