γενετικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- γενετικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική génétique < αρχαία ελληνική γένεσις < γίγνομαι
Επίθετο επεξεργασία
γενετικός -ή -ό
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη γίνομαι
γενετικός -ή -ό