γενετική παρέκκλιση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- γενετική παρέκκλιση < → δείτε τις λέξεις γενετικός και παρέκκλιση
Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία
- (γενετική, εξελικτική βιολογία) το χάσιμο τμήματος της γενετικής ποικιλομορφίας σε μικρό πληθυσμό· η ελάττωση του πληθυσμού των (συνήθως αλλόμορφων) γονιδίων
Μεταφράσεις επεξεργασία
γενετική παρέκκλιση