γαύριασμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- γαύριασμα < γαυριάζ(ω) + -μα
Ουσιαστικό επεξεργασία
γαύριασμα ουδέτερο
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του γαυριάζω
- η κατάληψη από σεξουαλική διάθεση ή ορμή
- υπερηφάνεια, κομπασμός
Μεταφράσεις επεξεργασία
γαύριασμα
|