υπερηφάνεια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- υπερηφάνεια < υπερηφανεύομαι + -εια • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /i.pe.ɾiˈfa.ni.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : υ‐πε‐ρη‐φά‐νει‐α δείτε και περηφάνια
Ουσιαστικό επεξεργασία
υπερηφάνεια θηλυκό
- το θετικό συναίσθημα που νιώθει κάποιος όταν έχει επιτελέσει ένα αξιόλογο έργο, το οποίο έχει ως αποτέλεσμα την αυτοεπιβεβαίωσή του
- το συναίσθημα που νιώθει κάποιος όταν συνειδητοποιεί την αξία του ως άνθρωπος και πλήττεται όταν κάποιος προσβάλλει την ανθρώπινη αξιοπρέπειά του
- (αρνητικά) η αλαζονεία