Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γαμιάς οι γαμιάδες
      γενική του γαμιά των γαμιάδων
    αιτιατική τον γαμιά τους γαμιάδες
     κλητική γαμιά γαμιάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

γαμιάς < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική γαμ(έας) + -ιάς < γαμῶ (γαμώ)

  Προφορά

ΔΦΑ : /ɣaˈmɲas/ & /[[Παράρτημα:Προφορά/νέα ελληνικά|1.(με συνίζηση στην κατάληξη)]]/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γα‐μιάς

  Ουσιαστικό

γαμιάς αρσενικό

Άλλες μορφές

Συγγενικά

  Μεταφράσεις

  Πηγές